Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Φτάνει ο αρνητισμός!

Δυστυχώς, ο αρνητισμός (=διατήρηση του status quo με μη θετική επιχειρηματολογία) έχει την τάση να φανερώνεται πολύ πιο συχνά από οποιαδήποτε δημιουργική - θετική - παραγωγική σκέψη. Αυτό το οπισθοδρομικό τμήμα της συμπεριφοράς του ανθρώπου μπορώ να το δικαιολογήσω ως την τάση του ανθρώπου να εναντιώνεται στην αλλαγή, σε ότι του χαλάει αυτό που έχει συνηθίσει, σε ότι τον αναγκάζει να βάλει προσπάθεια πέρα από αυτή που θα έβαζε αν δεν γινόταν η αλλαγή (είτε περισσότερη προσπάθεια, είτε διαφορετική προσπάθεια, είτε συνδυασμός τους). Κάτι αντίστοιχο με την αρχή διατήρησης της αδράνειας στη Φυσική (όπου τα σώματα δεν αλλάζουν κατεύθυνση αν δε δεχτούν επίδραση από το περιβάλλον τους).

Ποια μπορεί να είναι τα αποτελέσματα του αρνητισμού;

Μπορεί να πετύχει, οπότε να μην αλλάξει τίποτα. Δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό, εκτός όμως αν μιλάμε για λύση προβλήματος. Εάν ένα πρόβλημα αφεθεί, δε λύνεται από μόνο του. Απλά μεγαλώνει και θέλει ακόμα περισσότερη προσπάθεια και χρόνο για να λυθεί στο μέλλον.
Παράδειγμα: Η γραφειοκρατία στην Ελλάδα.

Μπορεί να μην πετύχει και η αλλαγή να προχωρήσει. Τότε πάει χαμένος ο χρόνος που σπαταλήθηκε στον αρνητισμό και στην προσπάθεια απόκρουσής του. Όμως, το μεγαλύτερο πλήγμα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι όσοι υλοποιούν την αλλαγή δε λαμβάνουν υπόψη τους τους προβληματισμούς που εκφράζονται μέσα από τον αρνητισμό, γιατί δε φαίνονται λογικοί.
Παράδειγμα: Ο παράλογος φόβος για την ηλεκτρονική ταυτότητα, που εκδηλώνεται με επιχειρήματα καθαρά συναισθηματικά "θα ξέρουν τα πάντα", "δε θα υπάρχει προσωπικότητα" κλπ. ΟΚ αυτοί οι κίνδυνοι υπάρχουν, αν όμως λόγω των κινδύνων είσαι ενάντια στο μέσο τότε τα επιχειρήματά σου φαίνονται παράλογα (αντί για τον αρνητισμό κάνε δημιουργικό διάλογο για το πως θα μηδενιστούν τέτοιες αρνητικές συνέπειες).
Παράλληλα, αντί να διερευνηθούν κι άλλες λύσεις που πιθανότατα να είναι καλύτερες, χάνεται ο χρόνος στην ανταλλαγή επιχειρημάτων, ενώ καμία πλευρά δε αποδέχεται τα επιχειρήματα της άλλης.

Μπορεί να προχωρήσει τόσο ο αρνητισμός όσο και η αλλαγή. Ιστορικά δικαιώνεται αυτός που είχε δίκιο: οι εξελίξεις αναγκάζουν τη πλειοψηφία του πληθυσμού να στραφεί προς το πιο σωστό. Όμως δε γνωρίζω περίπτωση που να κέρδισε ο αρνητισμός (δε μιλάμε για παράλογες αλλαγές).
Παράδειγμα: Κατά την αρχή της χρήσης των τρένων υπήρξε μεγάλη διαμάχη με τους αμαξάδες. Αν το δείτε τώρα, ποιος φαίνεται οπισθοδρομικός; Ομοίως και με πολλές άλλες εφευρέσεις (βέβαια, υπάρχουν κι οι Amish).

- - -

Βαρέθηκα τον αρνητισμό.
Βαρέθηκα όλους όσους κρίνουν, χωρίς να αντιπροτείνουν τίποτα ουσιαστικό.
Επιτέλους, ας καταλάβουμε ότι αν θέλουμε να πάμε μπροστά θέλουμε θετικές απόψεις, λύσεις, δημιουργία.

Ο τρίτος δρόμος μας πάει σίγουρα πίσω

Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι όχι απλά κρίσιμη αλλά επικίνδυνη. Οι λύσεις που ακούγονται είναι μέσες-άκρες δύο, (α) η έξοδος από το μνημόνιο και η κυκλοφορία της δραχμής (ίσως ως παράλληλο νόμισμα, ίσως ως μοναδικό νόμισμα) και (β) η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, όπως αυτές που προβλέπει στο μνημόνιο, με στόχο την ανάπτυξη.


Κανένας στον κόσμο δεν μπορεί να ξέρει ποια από τις δύο λύσεις είναι η καλύτερη για την Ελλάδα (προσοχή εδώ, για ορισμένα συμφέροντα μπορεί κάποιος να ξέρει τι είναι καλύτερο). Μπορεί ο καθένας να επιχειρηματολογεί, αλλά δεν μπορεί να ξέρει. Η κατάσταση είναι τόσο σύνθετη που δεν είναι εφικτό κάποιος να μπορεί να τα προβλέψει όλα. Αυτό που σίγουρα θα ισχύσει είναι ότι κάποιος, τυχαία, θα έχει πει αυτό που θα γίνει (ή τουλάχιστον κάτι πολύ κοντά με αυτό που θα γίνει) και κατόπιν εορτής θα θαυμάζουμε τη σοφία του... (και είναι λογικό: με τόσες γνώμες που κυκλοφορούν κάποια δε θα είναι κοντά σε αυτό που θα συμβεί στο μέλλον;*).

Η Ελλάδα φαίνεται ότι δεν ακολουθεί καμία από τις παραπάνω λύσεις, αλλά ένα τον τρίτο δρόμο που ουσιαστικά προσπαθεί να κάνει όσο πιο ομαλή γίνεται τη μετάβαση από το παλιό καθεστώς σε ένα άλλο το οποίο θα είναι όσο πιο κοντά στο παλιό γίνεται αλλά θα ονομαστεί καινούριο. Αλλαγή, χωρίς όμως να δυσαρεστηθούν αυτοί που είχαν το πάνω χέρι στο παλιό σύστημα. Σκεφτείτε το.

Είναι δυνατό το παλιό καλοβολεμένο σύστημα να θέλει να αλλάξει γρήγορα, ενώ ακόμα μπορεί και βολεύεται; Γιατί να το κάνει; Για σένα και για μένα, που τόσα χρόνια μας είχαν γραμμένους; Για τα παιδιά τους; Αφού νομίζουν ότι δεν τους αφορά, ότι αυτοί θα τα καταφέρουν μαζί με τα παιδιά τους (και δεν ξέρω ίσως πάνε στην Ελβετία). Κοιτάξτε γύρω σας, είναι αυτή η χώρα που θα θέλατε να ζείτε. Αυτή η χώρα έχει σχεδιαστεί να είναι έτσι, ή, ίσως καλύτερα, δεν έχει σχεδιαστεί τίποτα, αλλά όλα γίνονται για σήμερα και για αύριο έχει ο Θεός. Ο Θεός έχει, εμείς όχι.

Είτε αλλάζουμε, είτε χανόμαστε.



* Μάλιστα αυτό μου θυμίζει πολλά sites που παρουσιάζουν όλες τις απόψεις, ώστε ότι κι αν συμβεί να μπορούν να αναφερθούν άρθρο τους που να δείχνει ότι κάνουν σοβαρές προβλέψεις.

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Μία λύση βασισμένη στον πληθωρισμό

Δε λέω ότι είναι εφικτό ή σωστό αυτό που προτείνω, απλά μου άρεσε ως ιδέα και είπα να τη δημοσιεύσω.

Έστω ένα κράτος με δικό του νόμισμα, μόνο η κεντρική τράπεζα του κράτους (πλήρως κρατική και ελεγχόμενη) έχει το δικαίωμα να "τυπώνει" χρήμα. 

Το κράτος ελέγχει το συνάλλαγμα.

Καταργεί όλους τους φόρους, εκτός από τους φόρους σε ακίνητα, χρυσό και ότι μπορεί να αποθηκεύσει χρήμα που να αποφύγει τον πληθωρισμό.

Το κράτος "τυπώνει" όσο χρήμα χρειάζεται για να καλύψει μισθούς, συντάξεις και έξοδα.

Ο πληθωρισμός "φορολογεί" τους πάντες ισόποσα. Ο φόρος σε "αποθηκευτικές λύσεις" (όπως ακίνητα και χρυσό) χρειάζεται ώστε να μην καταφύγουν όλοι σε αυτές τις λύσεις.

Δεν ξέρω αν ένα τέτοιο σύστημα στη πραγματικότητα μπορεί να δουλέψει, αλλά σε συνθήκες θεωρητικού φιλοσοφικού πειράματος νομίζω ότι απλοποιεί πολύ τη καθημερινότητα και καταστρέφει το χρήμα ως υπέρτατη αξία.

Το βασικό πρόβλημα είναι πως θα ελεγχθεί ο καθημερινός πληθωρισμός (από το σπίτι έως το κατάστημα μην αυξηθεί το κόστος ή από την πληρωμή μου αρχές του μήνα μέχρι το τέλος του να μην έχω χάσει σημαντικό ποσοστό των χρημάτων μου), αν δεν υπάρχει τέτοιο θέμα (π.χ. επιτρέπονται αυξήσεις μόνο κάθε τέλος μήνα) δε βλέπω κάποιο άλλο πρόβλημα (πάντα εντός θεωρητικού φιλοσοφικού πειράματος).

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Οι συκοφάντες έχουν δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση;

Διάβασα ένα άρθρο του κ. Διονύση Γουσέτη στο οποίο ανέφερε το παρακάτω:
"Γνωρίζω την αντίδραση μερικών φίλων, ότι και οι συκοφάντες έχουν δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση."

Βάσει αυτού, αναρωτήθηκα αν πρέπει οι συκοφάντες να έχουν δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση.

Η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό είναι όχι, γιατί απλά χωρίς συκοφαντίες ο κόσμος θα ήταν καλύτερος.

Αν η συκοφαντία ορίζεται ως ψευδή κατηγορία, η οποία διαβάλλει κάποιον, τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν ο συκοφάντης γνώριζε τη στιγμή που το έκανε ότι ήταν ψευδής η κατηγορία. Γιατί αν δε γνώριζε τότε δε μπορούμε να τον καταδικάσουμε, δεν είναι σωστό να καταδικάζεις κάποιον που τη στιγμή της πράξης δεν ήξερε ότι έσφαλε. Αυτό όμως από μόνο του δίνει άλλοθι στους συκοφάντες: θα λένε "συγνώμη δεν ήξερα".

Όσο το σκέφτομαι, το να μην έχουν δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση οι συκοφάντες ακούγεται ουτοπιστικά ωραίο. Δεν μπορεί να γίνει στην πραγματικότητα. Οπότε αν θέλουμε ρεαλιστική λύση είναι να μάθουμε (αχ αυτή η έρμη η παιδεία όλα καλείται να τα λύσει) στα παιδιά να προστατεύονται από τις συκοφαντίες είτε είναι εναντίον τους είτε εναντίον τρίτων.

Οι συναλλαγές με το δημόσιο, αλλιώς

Ακούω συνέχεια τα προβλήματα των ιδιωτών όταν έρχονται σε επαφή με μία δημόσια υπηρεσία.

Δε διαφωνώ έχουν δίκιο να αγανακτούν, όμως ας δούμε το θέμα λίγο αλλιώς.

Σκεφτείτε λίγο πως είναι να είσαι δημόσιος υπάλληλος που να θέλεις να αλλάξεις το στερεότυπο για το δημόσιο υπάλληλο. Σκεφτείτε πως είναι να έρχεσαι σε επαφή με το δημόσιο οκτώ ώρες κάθε μέρα. Να προσπαθείς για το καλύτερο να ξέρει ότι κανείς δε θα σου αναγνωρίσει τίποτα και παράλληλα να φοβάσαι ότι αν γίνει κάτι όλοι οι άλλοι είναι καλυμμένοι εκτός από σένα.

Και συμφωνώ με απολύσεις στο δημόσιο (όμως είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνουν αξιοκρατικά), όμως το ζητούμενο είναι να αλλάξει και η γραφειοκρατία, γιατί αλλιώς μη νομίζετε ότι θα βελτιωθεί η εξυπηρέτηση. Σκεφτείτε τι θέλει για να πάρει μία επιχείρηση ένα φτηνό αναλώσιμο (έχω δουλέψει  στον ιδιωτικό τομέα και ξέρω - ένα τηλεφωνικό ΟΚ ήταν αρκετό) και μία δημόσια υπηρεσία (χαρτιά υπογραφές, εγκρίσεις κλπ).

Συνταγματικές αλλαγές

Το σύνταγμά μας έχει ατέλειες. Η πιο σημαντική από αυτές προστέθηκε από τον ευφυέστατο συνταγματολόγο και πρώην υπουργό οικονομικών και νυν αρχηγό κόμματος, αυτό περί ευθύνης υπουργών.

Για μένα υπάρχουν κι άλλες:
- δεν είναι σαφές πιο άρθρο του συντάγματος υπερισχύει των άλλων
- δεν είναι σαφές το τι σημαίνει το "ανάλογα με τις δυνάμεις τους" που συνεισφέρουν οι πολίτες στα δημόσια βάρη, είναι ανάλογα με τις δυνάμεις να πληρώνεις 199 ευρώ εισφορά αν έχει εισόδημα 19.900,00 ευρώ και 400 αν έχει 20.000,01; Μαθηματικά αυτό δεν είναι αναλογικό.
- οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, όμως γιατί ο νόμος τους διαχωρίζει; Για παράδειγμα, γιατί ο ασφαλισμένος πριν το 1993 θα πάρει πιο πολλά, ενώ θα έχει δώσει λιγότερα;
- πως είναι δυνατόν κυβέρνηση ψηφισμένη από μειοψηφία του λαού να μπορεί να υπογράφει συνθήκες που οφείλουν να εφαρμόσουν όλοι στο μέλλον. Δεν πρέπει για τέτοιες συνθήκες να ψηφίζει ο λαός άμεσα;

Υπάρχουν κι άλλα, αισιοδοξώ ότι θα επανέλθω αργότερα.

Καταγγελία του μνημονίου: καλό ή κακό

Η λαϊκίστικη άποψη της καταγγελίας του μνημονίου και της δανειακής σύμβασης, θεωρήθηκε από πολλούς ως μία κίνηση που θα διώξει την Ελλάδα από το ευρώ και ίσως και από την Ευρώπη.

Όμως, αυτή η ακραία άποψη του ΣΥΡΙΖΑ και του κόμματος των Ανεξάρτητων Ελλήνων ανάγκασε πολλούς να αναρωτηθούν, μήπως τελικά υπάρχει κάποιο δίκιο στην αγανάκτηση των Ελλήνων που ψηφίζουν κόμματα τα οποία έχουν τέτοια συνθήματα.

Σίγουρα η καταγγελία του μνημονίου και της δανειακής σύμβασης θα φέρει τα πάνω κάτω στη χώρα. Δεν μπορεί όμως κανένας να με πείσει με λογικά επιχειρήματα ότι το τελικό αποτέλεσμα θα είναι απαραίτητα καλό για τη χώρα, γιατί απλά η περιοχή αυτή είναι αχαρτογράφητη. Προσωπικά όμως δε μου αρέσει να βαδίζω σε αχαρτογράφητες περιοχές με ηγέτες που ανατράφηκαν από το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα.

Πάντως όπως το έχω καταλάβει η δανειακή σύμβαση είναι το νομικό χαρτί που μας δίνει τα χρήματα. Αν το καταγγείλεις, ουσιαστικά λες όχι στα χρήματα. Το μνημόνιο είναι η συνταγή που δίνουν οι δανειστές και πρέπει να εφαρμόσεις, ώστε να μπορέσουν να πάρουν πίσω τα χρήματά τους.

Το πρόβλημα με τις δύο δανειακές συμβάσεις που έχει υπογράψει η Ελλάδα είναι ότι έχουν όρους που φαίνεται ότι θίγουν την εθνική κυριαρχία.

Το πρόβλημα με τα μνημόνια είναι ότι ένα τμήμα της συνταγής δε το εφαρμόζουμε (δεν κάνουμε τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη) και ένα άλλο τμήμα της είναι λάθος (αυτό που λέει για λιτότητα, για μέτρα που δε θα φέρουν την ανάπτυξη).

Να τα καταγγείλεις ή να τα διαπραγματευτείς; Ψηφίζω το δεύτερο και νομίζω ότι και ο κ. Τσίπρας το ίδιο ψηφίζει, ευτυχώς.

Το κακό μνημόνιο και η αποτυχία του

Ακούω συχνά, και πρόσφατα στην εκπομπή του Λαζόπουλου, ότι το μόνο το μόνο που μας έφερε το πρώτο μνημόνιο ήταν το δεύτερο. Ίσως είναι ωραίο σαν αστείο. Όμως αν το σκεφτεί κανείς φαίνεται άδικο.

Εφαρμόστηκε το πρώτο μνημόνιο για να δούμε αν απέτυχε; Για παράδειγμα, άνοιξαν τα κλειστά επαγγέλματα; Όχι, ίσως των φορτηγών - αλλά και αυτό έγινε πρόχειρα. Έγινε η δημοσιονομική προσαρμογή κυρίως με τη μείωση των εξόδων και εξορθολογισμό της δημόσιας διοίκησης; Όχι, έγινε προσπάθεια αύξησης των εσόδων με άδικη οριζόντια υπερφορολόγηση.

Όταν μία συνταγή (το μνημόνιο) δεν εφαρμόζεται πλήρως μπορείς να πεις ότι φταίει η συνταγή; Αν σας έδινε ο γιατρός μία θεραπεία και δεν την εφαρμόζατε πλήρως, θα έφταιγε η συνταγή και ο γιατρός ή εσείς;

Βέβαια, για να λέμε του στραβού το δίκιο, στην περίπτωση του μνημονίου και της πρώτης δανειακής σύμβασης δεν υπήρχε κανένας γιατρός (οικονομολόγος στην περίπτωσή μας) που να πιστεύει αυτά που λέγανε, δηλαδή ότι σε λίγα χρόνια θα ξαναβγούμε στις αγορές...

Εν τέλει, γιατί ο κόσμος θεωρεί ότι το μνημόνιο απέτυχε; Γιατί θεωρεί ότι το μνημόνιο είναι μόνο οι μειώσεις και οι φόροι. Δεν έχει κι άδικο, μόνο αυτό έγινε με το μνημόνιο, αλλά να ξεκαθαρίσουμε τουλάχιστον ότι οι λεπτομέρειες της συνταγής ήταν καθαρά επιλογή της κυβέρνησης. Η τρόικα έθεσε το στόχο: μειώνετε το έλλειμμα κατά ένα ποσοστό. Πρότεινε και τον τρόπο. Η κυβέρνηση όμως δεν ακολούθησε τον τρόπο, βρήκε την εύκολη λύση.